- φύτοτρο
- το(φυσιολ.), εργαστήριο όπου γίνεται η μελέτη των φυσικών και χημικών συνθηκών με τις οποίες αναπτύσσονται τα φυτά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φύτοτρο(ν) — το, Ν βοτ. κλιματιζόμενη εγκατάσταση για ανάπτυξη φυτών υπό αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες, χάρη στη δυνατότητα μεταβολής τών διαφόρων παραγόντων που υπεισέρχονται στον καθορισμό τού κλίματος μέσα στην εγκατάσταση αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek
πρωτοκοκκώδη — (protococcales). Oνομάζονται και χλωροκοκκώδη. Χλωρόφυτα: Αποτελούν παράλληλη σειρά με τα βολβοκώδη, είναι όμως ακίνητα και μόνο την περίοδο του πολλαπλασιασμού παρουσιάζουν ζωοσπόρια με 2 μαστίγια. Σε ορισμένα μόνο γένη παρατηρείται εγγενής… … Dictionary of Greek